αετονύχι — το και αϊτονύχι, το είδος επιτραπέζιου σταφυλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετονυχολιά — και αϊτονυχολιά, η ονομασία με την οποία χαρακτηρίζεται μία από τις παραλλαγές τής ποικιλίας ελιάς (Καλαμών), λόγω τής ομοιότητας τού καρπού της με τη ρώγα τού σταφυλιού ποικιλίας «αετονύχι». [ΕΤΥΜΟΛ. < αετόνυχο + ελιά] … Dictionary of Greek
αετωνύχι — αετωνυχολιά, αετώνυχος βλ. αετονύχι, αετονυχολιά, αετόνυχος … Dictionary of Greek
αετόνυχος — και αετόνυχας, ο (Α ἀετώνυχον, το και στον Ησύχιο ἀετόνυχες) νεοελλ. 1. το φυτό Gnaphalium sylvaticum τής τάξης τών Συνθέτων (Compositae), βότανο για τη θεραπεία τής τριχοπτώσεως 2. το αετονύχι αρχ. 1. το λιθόσπερμο* 2. κατά τον Ησύχιο, «βοτάνη» … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
νυχάτος — η, ο [νύχι] 1. αυτός που έχει μακριά και γαμψά νύχια 2. το ουδ. ως ουσ. το νυχάτο είδος σταφυλιού, αλλ. αετονύχι ή νυχάκι … Dictionary of Greek